- ὑπερσαρκήσας
- ὑπερσαρκήσᾱς , ὑπερσαρκέωhaveaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερσαρκώ — (I) έω, Α [ὑπέρσαρκος] 1. (για επουλωμένο τραύμα) εκφύω περιττή σάρκα («ὑπερσαρκεῑ τὸ ἕλκος», Ιπποκρ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) παίρνω πολλά περιττά κιλά, γίνομαι παχύσαρκος («ὑπὸ τρυφῆς... ἔλαθεν ὑπερσαρκήσας», Αιλ.). (II) όω, Α [ὑπέρσαρκος] (για… … Dictionary of Greek